- αζούλητος
- αζούλι(α)χτος, αζούλιγος, αζούλιστος, η , ο1) несмятый, непомятый; .2) невыжатый; 3) неприжатый; несдавленный, нестиснутый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αζούλητος — και ηχτος, η ο [ζουλώ] ο αζούλιστος … Dictionary of Greek